- σεδ(δ)ίτης
- ο, Νεκρηκτική, ουδέτερη στην τριβή και στην κρούση, ύλη που χρησιμοποιείται, κυρίως, στα λατομεία αντί της δυναμίτιδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cheddite < chedde «ονομασία περιοχής στην Άνω Σαβοΐα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.